планиметр - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

планиметр - translation to Αγγλικά

ИЗМЕРИТЕЛЬНЫЙ ПРИБОР
Амслера планиметр
  • Планиметр Амслера-Коради в рабочем положении

планиметр         
m.
planimeter
planimeter         
MEASURING INSTRUMENT USED TO DETERMINE THE AREA OF AN ARBITRARY TWO-DIMENSIONAL SHAPE; SIMPLE DEVICE THAT MEASURES THE AREA OF A CLOSED SHAPE
Platometer; Planometer; Planameter; Planemeter; Planumeter; Planimetre; Planametre; Planemetre; Planumetre; Planometre

[plæ'nimitə]

общая лексика

моментометр

планиметр

Смотрите также

planimeter constant; polar planimeter

существительное

специальный термин

планиметр

planimeter         
MEASURING INSTRUMENT USED TO DETERMINE THE AREA OF AN ARBITRARY TWO-DIMENSIONAL SHAPE; SIMPLE DEVICE THAT MEASURES THE AREA OF A CLOSED SHAPE
Platometer; Planometer; Planameter; Planemeter; Planumeter; Planimetre; Planametre; Planemetre; Planumetre; Planometre
планиметр

Ορισμός

планиметр
м.
Математический прибор для определения площадей плоских фигур.

Βικιπαίδεια

Планиметр

Плани́метр (механический интегратор) — прибор, служащий для механического определения площадей (интегрирования) замкнутых контуров, прорисованных на плоской поверхности. В массовом порядке применялась лишь одна из возможных технических реализаций данного прибора — планиметр Амслера-Коради. Частный случай аналогового вычислительного устройства.

Μετάφραση του &#39планиметр&#39 σε Αγγλικά